- κορδακίζω
- (Α κορδακίζω) [κόρδαξ]νεοελλ.(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, ασχημονώαρχ.χορεύω τον κόρδακα, άσεμνο χορό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορδακίζω — dance the pres subj act 1st sg κορδακίζω dance the pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακίζει — κορδακίζω dance the pres ind mp 2nd sg κορδακίζω dance the pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακίζειν — κορδακίζω dance the pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακίζοντος — κορδακίζω dance the pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακίζων — κορδακίζω dance the pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακίσαντος — κορδακίζω dance the aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκορδάκιζε — κορδακίζω dance the imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκορδάκιζεν — κορδακίζω dance the imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδάκισμα — το (Α κορδάκισμα) [κορδακίζω] νεοελλ. άσεμνη, απρεπής εμφάνιση αρχ. το να χορεύει κάποιος τον κόρδακα … Dictionary of Greek
κορδακισμός — ο (Α κορδακισμός) [κορδακίζω] κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση … Dictionary of Greek